βάρι

βάρι
βά̱ρῑ , βᾶρις
Et.Gud.
fem dat sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κάρλοβι Βάρι — (Karlovy Vary). Πόλη (121.581 κάτ. το 2002) της Τσεχίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Καρλοβάρσκι (3.315 τ. χλμ., 303.051 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα στο σημείο της συμβολής των ποταμών Όχρε και Τέπλα. Αρχικά ονομαζόταν Βάρι (σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Κάρλσμπαντ — (Karlsbad). Γερμανική ονομασία της πόλης Κάρλοβι Βάρι της Τσεχίας, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. Κάρλοβι Βάρι. συνέδριο του Κ. Συνέδριο υπουργών των γερμανικών κρατιδίων υπό την αιγίδα του Μέτερνιχ, που αποφάσισε επιβολή λογοκρισίας,… …   Dictionary of Greek

  • ки́новарь — и, ж. 1. Минерал красного цвета сернистая ртуть. 2. Красная краска, получаемая из сернистой ртути. [греч. κινναβαρι] …   Малый академический словарь

  • κοντανασαίνω — αναπνέω με σύντομες και διακεκομμένες αναπνοές, λαχανιάζω, ασθμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + ανασαίνω (πρβλ. βαρι ανασαίνω, γοργ ανασαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μαρκασίτης — Ορυκτό του σιδήρου, με χημικό τύπο FeS2. Ανήκει στην ομάδα των θειούχων ορυκτών, έχει την ίδια χημική σύσταση με τον σιδηροπυρίτη, αλλά κρυσταλλώνεται σε διαφορετικό σύστημα συμμετρίας (ορθορομβικό) και οι κρύσταλλοί του μοιάζουν με πλάκες ή… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”